κωχιάζω

κωχιάζω
[κώχη]
1. τοποθετώ κάτι σε γωνία
2. κάνω κώχες, κάνω γωνίες
3. (για ιστίο) αποκτώ κώχες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κώχιασμα — το [κωχιάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κωχιάζω, η κατασκευή γωνιών 2. η τοποθέτηση πράγματος σε γωνία …   Dictionary of Greek

  • κωχιαστός — ή, ό [κωχιάζω] αυτός που έχει γωνίες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”