Dictionary of Greek. 2013.
κώχιασμα — το [κωχιάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κωχιάζω, η κατασκευή γωνιών 2. η τοποθέτηση πράγματος σε γωνία … Dictionary of Greek
κωχιαστός — ή, ό [κωχιάζω] αυτός που έχει γωνίες … Dictionary of Greek